Ο ευαγγελιστής Λουκάς μας περιγράφει στο ευαγγελικό ανάγνωσμα ένα αξιοσημείωτο γεγονός. Κι επειδή είναι στο επάγγελμα γιατρός, μας το δίδει με τέτοιο τρόπο, όπως ο ίδιος το αντιλαμβάνεται, γιατί πρόκειται για την θεραπεία ενός τυφλού ζητιάνου στην πόλη της Ιεριχώς. Καθώς περνά ο Χριστός από την πόλη, ο τυφλός ζητιάνος έχοντας ευαισθησία στις υπόλοιπες αισθήσεις του, καταλαβαίνει ότι κάτι διαφορετικό συμβαίνει στην καθημερινότητά του και ρωτά επίμονα τους περαστικούς, ώστε να πληροφορηθεί τον λόγο της ανησυχίας όλων. Πρόκειται ο Χριστός να περάσει από το συγκεκριμένο σημείο. Όλοι τρέχουν να τον συναντήσουν, άλλοι θέλουν να τον δουν από περιέργεια, άλλοι από αγαθή προαίρεση, κάποιοι ενδεχομένως επιδιώκουν να τον παγιδεύσουν. Κανένας, όμως, δεν τον αναγνωρίζει ως Θεό. Κανένας κι αν ενδόμυχα τον παραδέχεται ως Μεσσία δεν τολμά να το ομολογήσει, να το παραδεχτεί.

Ο τυφλός, όμως, ζητιάνος γίνεται κήρυκας του Ευαγγελίου πριν τους μαθητές. Γίνεται απόστολος πριν τους αποστόλους, ομολογητής της πίστης, γιατί αν και τυφλός και ασήμαντος για όλους, έχει την πνευματική ωριμότητα να δει τον Μεσσία. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο βροντοφωνάζει: «Ιησού υιέ Δαυίδ ελέησόν με». Γνωρίζει πολύ καλά, ότι από την γενιά του προφητάνακτα και βασιλιά Δαυίδ θα έρθει ο Μεσσίας. Οι περαστικοί τον επιτιμούν να σιωπήσει, αλλά εκείνος περισσότερο φωνάζει να ακουστεί από τον Χριστό. Είναι σαν να του λέγει: «Σε παραδέχομαι ως Μεσσία, σε αναγνωρίζω ως Θεό, δεν φοβάμαι να το φωνάξω, δεν φοβάμαι να το ομολογήσω, δεν με νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι. Είσαι ο Ιησούς από την γενιά του Δαυίδ, δηλαδή  αυτός που περιμένουμε να μας λυτρώσει από την αμαρτία». Όταν ο Χριστός τον πλησιάζει και τον ρωτά τι ζητά από Εκείνον. Ο τυφλός ζητιάνος αποκρίνεται στον Χριστό, ότι θέλει το φως του. Και τότε, με ένα λόγο, ο Χριστός του λέει: «Δες!». Και την ίδια στιγμή, μόνο με ένα λόγο, μία προτροπή, μία προσταγή στους νόμους της φύσης, αλλάζουν παραχρήμα τα δεδομένα και ο τυφλός ζητιάνος βλέπει.

Βλέπει με τους σαρκικούς οφθαλμούς, γιατί μπόρεσε και είδε με τους πνευματικούς. Τι είναι αυτό που μας κάνει εμείς σαν πιστοί να μη μπορούμε να δούμε το μεγαλείο του Θεού; Έχουμε το φως στα σαρκικά μας μάτια, αλλά όλες οι πνευματικές αισθήσεις παραμένουν στο σκοτάδι. Δεν θέλουμε να δούμε το φως, γιατί δεν επιλέγουμε την «στενή και τεθλιμμένη οδό» που οδηγεί στην Ανάσταση. Θέλουμε «ανάσταση» χωρίς την «σταύρωση». Θέλουμε «φως», χωρίς όμως να αναζητούμε και να επιζητούμε την πηγή του «φωτός». Θέλουμε να λεγόμαστε χριστιανοί χωρίς ομολογία πίστης. Το παράδειγμα του τυφλού ζητιάνου είναι ένα δυνατό παράδειγμα μίμησης ομολογίας πίστεως που προέρχεται εξολοκλήρου από την εσωτερική πνευματική καλλιέργεια του «είναι» του ανθρώπου. Μέσα μας βρίσκεται η βασιλεία των ουρανών. Ας ψάξει ενδόμυχα ο καθένας να την βρει. Όταν την ανακαλύψει, τότε κι εκείνος με την σειρά του, σαν τον τυφλό ζητιάνο, δεν θα μπορεί να συγκρατηθεί. Θα βροντοφωνάζει, θα ομολογεί και θα κηρύττει Χριστό.

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ. Ν. Θ., αρχιμανδρίτης, Χερουβείμ Γούπας

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ