Τούτη την ευλογημένη περίοδο, όπως άλλωστε και κάθε Κυριακή του έτους, μέσα στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας βιώνουμε το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως. Με την είσοδό μας στον χωροχρόνο της λειτουργικής συνάξεως αποποιούμαστε την προδοσία του Ιούδα, σπογγίζουμε τα δάκρυα μετανοίας της Πέτριας άρνησης από τις παρειές μας και εισερχόμαστε προς ψηλάφηση των τύπων των ήλων του Αναστημένου Σωτήρα μας, για να αναφωνήσουμε με τον Θωμά «ο Κύριος μου και ο Θεός μου». Μπροστά μας αναδιπλώνεται μέσα από τα λειτουργικά κείμενα, το μυστήριο της χαράς, το θαύμα της Αναστάσεως.
Όρθρου βαθέως, αφού προσπεράσουμε την απέλπιδα λύπη των μαθητών και την σκιά του φόβου στις ψυχές τους, μέσα από τον συγκλονισμό των φρικτών στιγμών που έζησαν: της προδοσίας, του Πάθους, της Σταύρωσης, γινόμαστε συνοδοιπόροι στην ορθρινή πορεία των Μυροφόρων γυναικών προς τον Τάφο. Θέλουμε κι εμείς να προσφέρουμε τα μύρα της ψυχής μας, για να μυρώσουμε το άχραντο Σώμα Του. Κι εκεί συναντούμε μαζί τους τον απαστράπτοντα άγγελο. Λευκοφορεμένος δείχνει το κενό μνημείο. «Αναστήθηκε», μας λέει, «δεν είναι εδώ». Και η φωνή του, ουράνια φωνή, αντηχεί στα αυτιά μας, «Ανέστη ο Κύριος».
«Το φαιδρό κήρυγμα της Ανάστασης, το δέχθηκαν από τον άγγελο οι μαθήτριες του Κυρίου και αφού απόρριψαν την προγονική καταδικαστική απόφαση, έλεγαν στους Αποστόλους με καύχηση. Γυμνώθηκε ο θάνατος, αναστήθηκε ο Χριστός ο Θεός, προσφέροντας στον κόσμο, δώρο, το μέγα έλεος».
Συναντούμε τον πρώην σφραγισμένο τάφο να είναι ανοιχτός. Τις μυροφόρες γυναίκες εκστατικές, να στέκουν όρθιες μπροστά στο κενό μνημείο. Να ανταποδίδεται στην ανδρεία και την αφοβία τους, το χαρμόσυνο άγγελμα της αναστάσεως και μαζί τους λουστήκαμε στο ανέσπερο φως που πήγασε από τον ζωοδόχο Τάφο. Ακούμε μαζί τους τον άγγελο να τις λέγει το χαρμόσυνο άγγελμα της εγέρσεως του Κυρίου. Στα αναστάσιμα ευλογητάρια με γοργούς ρυθμούς, με μελωδικές φωνές, με υψηλά νοήματα, αναθυμούμαστε την ανεκλάλητη χαρά της αναστάσεως.
«Γιατί μαθήτριες αναμειγνύεται με πόνο καρδιάς τα δάκρυα με τα μύρα», έλεγε στις μυροφόρες γυναίκες ο εξαστράπτον άγγελος, «Κοιτάξτε τον τάφο και καταλάβετε, ο Σωτήρας αναστήθηκε από το μνήμα». Πλημμυρίζει η ύπαρξή μας με ευωδία πνευματική. Η καρδιά μας, απελευθερωμένη από τα δεσμά του θανάτου, απαλλαγμένοι από την τυραννία του διαβόλου, πλημμυρίζει με την πνευματική ευωχία του αναστάσιμου μηνύματος.
Ακούγοντας τα ένδεκα εωθινά ευαγγέλια, από το στόμα του λευκοφορεμένου λειτουργού, που στέκει μπροστά στο κενό μνημείο-την αγία τράπεζα, ζούμε και πάλι τις μεγάλες εκείνες στιγμές, λέξη προς λέξη. Μεταφερόμαστε σ’ εκείνη την ευλογημένη ημέρα «την μία των Σαββάτων». Συναντούμε τους αυτόπτες μάρτυρες της Αναστάσεως. Βλέπουμε τον Τάφο, βιώνουμε τον σεισμό, την επίσκεψη του αγγέλου, το πλησίασμα των μυροφόρων, την αγγελική πληροφορία, την αναστάσιμη παρουσία του Κυρίου, την ψηλάφηση των τύπων των ήλων και της θείας πλευράς, την οδοιπορία προς Εμμαούς.
Ως άλλες μυροφόρες στέκουν οι ψυχές μας εκστατικές μπροστά στο θαύμα. Ταπεινά και χαρμόσυνα, από καρδιάς κι εμείς αναφωνούμε τον χαρμόσυνο επινίκιο παιάνα: «Χριστός ανέστη».
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ.